-
1 λᾱο-παθής
λᾱο-παθής, ές, vom Volk erlitten, ἁλίτυπα βάρη, Aesch. Pers. 907.
-
2 αλιτυπος
См. также в других словарях:
αλίτυπος — ἁλίτυπος, ον (Α) 1. θαλασσοχτυπημένος, θαλασσοδαρμένος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἁλίτυπος θαλασσινός, ψαράς 3. φρ. «ἁλίτυπα βάρη», θλίψη για τα πτώματα που θαλασσοδέρνονται, που τά πάει εδώ κι εκείτο κύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + τυπος <… … Dictionary of Greek
σεβίζω — Α [σέβας] 1. λατρεύω, τιμώ («εὐχαῑσι θεοὺς σεβίζουσ ἕξεις εὐαμερίαν», Ευρ.) 2. (με αιτ. ή γεν. τής αιτίας) θαυμάζω κάποιον για κάτι 3. αφοσιώνομαι σε κάποιον («καινὰ λέχη σεβίζω» αφοσιώνομαι στην νέα μου σύζυγο, Ευρ.) 4. (σχετικά με θάνατο ή… … Dictionary of Greek